ΔΙΔΑΧΕΣ

Πανορθόδοξος Σύνοδος και Νηστεία

 

του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη

 

“Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον”, είναι ένα από τα θέματα που θα εξετάσει, Θεού Θέλοντος, η Πανορθόδοξος Σύνοδος το επόμενο έτος στην Κωνσταντινούπολη, σε περίπτωση που η υφιστάμενη Διορθόδοξη Επιτροπή προλάβει να επεξεργαστεί το τελικό κείμενο προτάσεως που έχει εγκριθεί από την Γ’ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στη Γενεύη το 1986.

Το θέμα αυτό ετοιμάσθηκε από τη Α΄ Υποεπιτροπή Εργασίας της Διιορθόδοξης Προπαρασκευαστικής Επιτροπής και απετελείτο από τους Μητροπολίτες Νουβίας Συνέσιο, Καρθαγένης Παρθένιο (τον μετέπειτα Πατριάρχη Αλεξανδρείας), Κορίνθου Παντελεήμονα, Πράγας και πάσης Τσεχοσλοβακίας Δωροθέο και από τους γνωστούς Καθηγητές Βλάσιο Φειδά, Γεώργιο Γαλίτη και Ιβάν Τσελέφ Δημητρώφ. Γραμματεύς της Επιτροπής ήταν ο Καθηγητής Βλάσιος Φειδάς[1].

 

Το κείμενο αυτό είναι το ακόλουθο:

 

1. Η νηστεία είναι θεία εντολή[2]. Κατά τον Μ. Βασίλειον, «συνηλικιώτίς εστι της ανθρωπότητος, νηστεία γάρ εν τω παραδείσω ενομοθετήθη»[3]. Είναι μέγα πνευματικόν αγώνισμα και η κατ’εξοχήν έκφρασις του ασκητικού ιδεώδους της Ορθοδοξίας. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, απαρεγκλίτως στοιχούσα εις τε τα αποστολικά θεσπίσματα και τους συνοδικούς κανόνας και εις την καθ’ όλου πατερικήν παράδοσιν, διεκήρυξε πάντοτε την υψίστην αξίαν της νηστείας διά τον πνευματικόν βίον του ανθρώπου και την σωτηρίαν αυτού. Εις τον λατρειακόν κύκλον του ενιαυτού του Κυρίου προβάλλεται η όλη περί της νηστείας πατερική παράδοσις και διδασκαλία διά την συνεχή και αδιάπτωτον εγρήγορσιν του ανθρώπου και την επίδοσιν αυτού εις τους πνευματικούς αγώνας. Διό και υμνείται ως χάρις πολύφωτος, ως όπλον ακαταμάχητον, ως πνευματικών αγώνων αρχή, ως καλλίστη τρίβος αρετών, ως τροφή ψυχής, ως πηγή φιλοσοφίας απάσης, ως αφθάρτου διαγωγής και ισαγγέλου πολιτείας το μίμημα, ως μήτηρ των αγαθών απάντων και των αρετών, και ως εικών της μελλούσης ζωής.

2. Η νηστεία ως αρχαιότατος θεσμός απαντά ήδη εις την Παλαιάν Διαθήκην[4], βεβαιούται δε υπό της Καινής. Αυτός ο Κύριος ενήστευσεν επί τεσσαράκοντα ημέρας προ της ενάρξεως της δημοσίας δράσεως αυτού[5] και έδωκεν οδηγίας ως προς τον τρόπον ασκήσεως της νηστείας[6]. Εις την Καινήν Διαθήκην γενικώτερον συνιστάται η νηστεία ως μέσον εγκρατείας, μετανοίας και πνευματικής ανατάσεως[7]. Η Εκκλησία από της αποστολικής εποχής διεκήρυξε την υψίστην σημασίαν της νηστείας και ώρισε την Τετάρτην και Παρασκευήν ως ημέρας νηστείας[8], ως επίσης και την προ του Πάσχα νηστείαν[9]. Η κρατήσασα ποικιλία ως προς την έκτασιν και το περιεχόμενον των νηστειών τούτων[10] αναδεικνύει τον πνευματικόν χαρακτήρα της νηστείας, εις την οποίαν καλούνται άπαντες οι πιστοί να ανταποκριθούν, έκαστος κατά την ιδίαν αυτού δύναμιν και δυνατότητα, χωρίς όμως να παρέχηται και ελευθερία καταφρονήσεως του ιερού τούτου θεσμού: «Όρα μη τις σε πλανήση από ταύτης της οδού της διδαχής…Ει μεν γάρ δύνασαι βαστάσαι όλον τον ζυγόν του Κυρίου, τέλειος έσει, ει δε ου δύνασαι, ο δύνη, τούτο ποίει. Περί δε της βρώσεως, ο δύνασαι, βάστασον»[11].

3. Η αληθής νηστεία, ως πνευματικόν αγώνισμα, συνδέεται προς την αδιάλειπτον προσευχήν και την ειλικρινή μετάνοιαν. «Μετάνοια χωρίς νηστείας αργή»[12], ως επίσης και νηστεία άνευ έργων ευποιϊας, είναι νεκρά, ιδία δε κατά την σύγχρονον εποχήν, καθ’ ην η άνισος και άδικος κατανομή των αγαθών στερεί και αυτού του επιουσίου άρτου ολοκλήρους λαούς. «Νηστεύοντες αδελφοί σωματικώς, νηστεύσωμεν και πνευματικώς, λύσωμεν πάντα σύνδεσμον αδικίας, διαρρήξωμεν στραγγαλιάς βιαίων συναλλαγμάτων, πάσαν συγγραφήν άδικον διασπάσωμεν, δώσωμεν πεινώσιν άρτον, και πτωχούς αστέγους εισαγάγωμεν εις οίκους»[13]. Η νηστεία δεν εξαντλείται εις απλήν και τυπικήν αποχήν εκ τινων μόνον καθωρισμένων τροφών. «Ου μέντοι εξαρκεί καθ’ εαυτήν η αποχή βρωμάτων προς την επαινετήν νηστείαν, αλλά νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, ευάρεστον τω Θεώ. Αληθής νηστεία η του κακού αλλοτρίωσις, εγκράτεια γλώσσης, θυμού αποχή, επιθυμιών χωρισμός, καταλαλιάς, ψεύδους, επιορκίας. Η τούτων ένδεια νηστεία αληθής. Εν τούτοις μεν η νηστεία καλόν»[14]. Η κατά την νηστείαν αποχή εκ τινων καθωρισμένων τροφών και η κατ’αυτήν ολιγαρκία, ου μόνον κατά το είδος, αλλά και κατά την ποσότητα των μεταλαμβανομένων τροφών, αποτελούν το αισθητόν στοιχείον του πνευματικού αγωνίσματος. «Η νηστεία αποχή τροφής εστι κατά το σημαινόμενον, τροφή δε ουδέν δικαιοτέρους ημάς ή αδικωτέρους απεργάζεται. Κατά το μυστικόν δηλοί ότι, ώσπερ τοις καθ’ ένα εκ τροφής η ζωή, η δε ατροφία θανάτου σύμβολον, ούτω και ημάς των κοσμικών νηστεύειν χρη, ίνα τω κόσμω αποθάνωμεν και μετά τούτο, τροφής θείας μεταλαβόντες, Θεώ ζήσωμεν»[15]. Ούτω η αληθής νηστεία αναφέρεται εις την καθ’ όλου εν Χριστώ ζωήν των πιστών και κορυφούται διά της συμμετοχής αυτών εις την θείαν λατρείαν και ιδία εις το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας.

4. Η τεσσαρακονθήμερος νηστεία του Κυρίου κατέστη υπόδειγμα της νηστείας των πιστών, η οποία ενεργοποιεί την μετοχήν αυτών εις την υπακοήν του Κυρίου, ίνα δι’ αυτής, «ο μη φυλάξαντες αποβεβλήκαμεν, φυλάξαντες απολάβωμεν»[16]. Η χριστοκεντρική κατανόησις του πνευματικού χαρακτήρος της νηστείας, ιδία της Μ. Τεσσαρακοστής, κανών εις την καθ’ όλου πατερικήν παράδοσιν, συγκεφαλαιούται χαρακτηριστι-κώς υπό του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: «Εάν ούτω νηστεύης, ου μόνον συμπάσχων έση και συννεκρούμενος, αλλά και συνανιστάμενος και συμβασιλεύων Χριστώ εις αιώνας τους απεράντους, σύμφυτος γάρ γεγονώς διά της τοιαύτης νηστείας τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, και της αναστάσεως κοινωνός έση και της εν αυτώ ζωής κληρονόμος»[17].

5. Κατά την ορθόδοξον παράδοσιν, το ιδεώδες της πνευματικής τελειώσεως ευρίσκεται πολύ υψηλά και έκαστος οφείλει, αν θέλη να φθάση εις αυτό, να υψωθή αναλόγως. Ακριβώς δε διά τούτο η άσκησις και ο πνευματικός αγών δεν έχει μέτρον, όπως και η τελειότης των τελείων. Ελάχιστοι ανταποκρίνονται εις τας επιταγάς του ορθοδόξου υψηλού ιδεώδους, ώστε να θεούνται ζώντες. Και αυτοί, παρ’ ότι πράττουν πάντα τα διατεταγμένα, ουδέποτε υψηλοφρονούν, αλλ’ ομολογούν, ότι «δούλοι αχρείοί εσμεν και ο οφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν». Όλοι οι άλλοι έχουν – κατά την ορθόδοξον περί πνευματικής ζωής αντίληψιν – χρέος να μη εγκαταλείπουν τον καλόν της νηστείας αγώνα, αλλ’ εν αυτομεμψία και συναισθήσει της ταπεινότητος της καταστάσεως αυτών να επαφίενται διά τας παραλείψεις των εις το έλεος του Θεού, καθ’ όσον ορθόδοξος πνευματική ζωή είναι ο ανεπίτευκτος χωρίς τον πνευματικόν αγώνα της νηστείας.

6. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, ως φιλόστοργος μήτηρ, ώρισε τα εις σωτηρίαν συμφέροντα και προέταξε τους ιερούς καιρούς της νηστείας ως θεοδώρητον «φυλακτήριον» της καινής εν Χριστώ ζωής των πιστών κατά πάσης επιβουλής του αλλοτρίου. Στοιχούσα τοις θείοις Πατράσι, φυλάσσει, ως και πρότερον, τα ιερά αποστολικά θεσπίσματα, τους συνοδικούς κανόνας και τας ιεράς παραδόσεις, προβάλλει πάντοτε τας ιεράς νηστείας ως αρίστην εν τη ασκήσει τρίβον πνευματικής τελειώσεως και σωτηρίας των πιστών και κηρύσσει την ανάγκην τηρήσεως υπ’ αυτών των τεταγμένων νηστειών του ενιαυτού του Κυρίου, ήτοι της Μ. Τεσσαρακοστής, της Τετάρτης και της Παρασκευής, αίτινες μαρτυρούνται υπό των ιερών κανόνων, ως και των νηστειών των Χριστουγέννων, των Αγίων Αποστόλων, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και των μονοημέρων της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, της παραμονής των Θεοφανείων και της αποτομής της τιμίας κεφαλής Ιωάννου του Προδρόμου, προς τούτοις δε και πασών των κατά ποιμαντικήν μέριμναν οριζομένων εκάστοτε νηστειών ή των κατά την προαίρεσιν των πιστών τηρουμένων.

7. Η Εκκλησία, όμως, έθετο άμα, κατά ποιμαντικήν διάκρισιν, και όρια φιλανθρώπου οικονομίας του καθεστώτος της νηστείας. Διό και προέβλεψε την δι’ ασθένειαν του σώματος ή δι’ αδήριτον ανάγκην, ή και διά την χαλεπότητα των καιρών ανάλογον εφαρμογήν της αρχής της εκκλησιαστικής οικονομίας κατά την υπεύθυνον κρίσιν και ποιμαντικήν μέριμναν του σώματος των επισκόπων των κατά τόπους Εκκλησιών.

8. Είναι γεγονός, ότι σήμερον πολλοί πιστοί δεν τηρούν απάσας τας περί νηστείας διατάξεις, είτε εξ ολιγωρίας, είτε λόγω των υπαρχουσών συνθηκών ζωής, οιαιδήποτε κάν ώσιν αύται. Άπασαι, όμως, αι περιπτώσεις αύται της χαλαρώσεως των περί νηστείας ιερών διατάξεων, είτε είναι γενικώτεραι, είτε ατομικαί, δέον όπως τυγχάνουν φιλοστόργου μητρικής μερίμνης εκ μέρους της Εκκλησίας, ήτις ουδέποτε «θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν». Όθεν διά τους έχοντας δυσκολίαν εις την τήρησιν των ισχυουσών περί νηστείας διατάξεων είτε εκ λόγων ατομικών (ασθένεια, στράτευσις, συνθήκαι εργασίας, διαβίωσις εν τη Διασπορά κλπ) είτε γενικωτέρων (ειδικαί συνθήκαι επικρατούσαι εις τινας χώρας από πλευράς κλίματος, αδυναμία ευρέσεως νηστίμων τροφών και κοινωνικών δομών) επαφίεται εις την πνευματικήν διάκρισιν των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών να καθορίσουν το μέτρον της φιλανθρώπου οικονομίας και επιεικείας, απαλύνουσαι, κατά τας ειδικάς ταύτας περιπτώσεις, το τυχόν «στύφον» των ιερών νηστειών. Πάντα δε ταύτα εντός των πλαισίων των ως άνω λεχθέντων και επί τω σκοπώ να μη ατονήση ποσώς ο ιερός θεσμός της νηστείας. Η φιλάνθρωπος αύτη συγκατάβασις πρέπει να ασκηθή υπό της Εκκλησίας μετά πάσης φειδούς, οπωσδήποτε δε επί το επιεικέστερον διά τας νηστείας εκείνας, δι’ ας δεν υπάρχει ομοιόμορφος πάντοτε και εις απάσας τας περιπτώσεις παράδοσις και πράξις εν τη Εκκλησία. «…Καλόν το νηστεύειν πάσαν ημέραν, αλλ’ ο μη εσθίων τον εσθίοντα μη κρινέτω. Εν τοις τοιούτοις ου νομοθετείν, ου βιάζεσθαι ουκ αναγκαστικώς άγειν το εγχειρισθέν προσήκει ποίμνιον, πειθοί δε μάλλον και ηπιότητι και λόγω άλατι ηρτυμένω…»[18].

Ωσαύτως πρέπει το σύνολον των πιστών της Εκκλησίας να νηστεύη προ της Θείας Μεταλήψεως, να εθισθή δε να νηστεύη εις ένδειξιν μετανοίας, εις εκπλήρωσιν πνευματικής υποσχέσεως, προς επίτευξιν ιερού τινος σκοπού, εις καιρούς πειρασμού, εν συνδυασμώ προς αιτήματα αυτού παρά του Θεού, εις θεομηνίας, προ του βαπτίσματος (διά τους προσερχομένους εις το βάπτισμα ενηλίκους), προ της χειροτονίας, εις περιπτώσεις επιτιμίων, κατά τας ιεράς αποδημίας και εις άλλας παρομοίας περιστάσεις[19].

(Βλέπε περισσότερα στο βιβλίο Μητροπολίτη Ιωαννουπόλεως Σεραφείμ Κυκκώτη, Ενότητα και Μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονον κόσμο, Αθήνα, 2005, σελ. 98 – 121, Βιβλιοπωλείο Παναγόπουλος)

 

 

 

[1] Απόστολος Βαρνάβας, τεύχος 3, σελ. 101, Λευκωσία, 1986.

[2] Γεν. 2, 16-17.

[3] Περί νηστείας, Λόγος 1, 3.

[4] Δευτ. Ησ. 58, 4-10. Ιωήλ 2, 15. Ιωνά 3, 5-7.

[5] Λουκ. 4, 1-2.

[6] Ματθ. 6, 16-18.

[7] Μάρκ. 1, 6. Πράξ. 13, 2. 14, 23. Ρωμ. 14, 21.

[8] Διδαχής 8, 1.

[9] Ειρηναίος Λουγδούνου, εν Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία 5, 24.

[10] Διονυσίου Αλεξανδρείας, Επιστολή προς Βασιλειάδην, P.G. 10, 1278.

[11] Διδαχής 6, 1-3.

[12] Μ. Βασιλείου, Περί νηστείας 1, 3.

[13] Στιχηρόν Ιδιόμελον Τετάρτης Α΄ Εβδομάδος νηστειών. Πρβλ. Ησαϊου 58, 6-7.

[14] Μ. Βασιλείου, Περί νηστείας 2, 7.

[15] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Εκλογαί, P.G. 9, 704-705.

[16] Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος 45, Εις το Άγιον Πάσχα, 28.

[17] Ομιλία 13, τη Πέμπτη Κυριακή των νηστειών, P.G. 151, 161.

 

[18] Ιωάννου Δαμασκηνού, Περί των αγίων νηστειών, 7.

[19] Απόστολος Βαρνάβας, τεύχος 4, σελ. 148 – 151, Λευκωσία, 1987.

πηγη Desk Agioritikovima

Το news-nea.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει περί των επωνύμων ή ανωνύμων σχολίων - απόψεων που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών, επικοινωνήστε μέσω εμαιλ έτσι ώστε να αφαιρεθεί. Σχόλια που θα υποπέσουν στην αντίληψή μας, με αναφορές σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, εμαιλ, υβριστικά ή συκοφαντικά, αλλά και αυτά που παραπέμπουν σε διαφήμιση θα αφαιρούνται.

Facebook Σχόλια

Σχετικά Άρθρα

Back to top button